αστέναχτος

αστέναχτος
-η, -ο
επίρρ.
1. αυτός που δε στέναξε, δεν υπόφερε: Πέρασε μια ζωή αστέναχτη.
2. εκείνος για τον οποίο δε στέναξε κανείς: Χάθηκε στην ξενιτιά άκλαυτος κι αστέναχτος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αστέναχτος — η, ο (AM ἀστένακτος, ον) 1. αυτός που δεν στενάζει («Ακίνητες, αστέναχτες, δίχως να ρίξουν δάκρυ», Δ. Σολωμός «ἄκλαυτος, ἀστένακτος» χωρίς κλάματα και στεναγμούς, Ευρ.) 2. εκείνος κατά τη διάρκεια του οποίου δεν στέναξε κάποιος (φρ. «δεν πέρασα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”