- αστέναχτος
- -η, -οεπίρρ. -α1. αυτός που δε στέναξε, δεν υπόφερε: Πέρασε μια ζωή αστέναχτη.2. εκείνος για τον οποίο δε στέναξε κανείς: Χάθηκε στην ξενιτιά άκλαυτος κι αστέναχτος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.